- αστραπόβολο
- και -βόλι, το και -βολος, ο 1. αλλεπάλληλες αστραπές2. ο κεραυνός3. αερόλιθος που προέρχεται από κεραυνό σύμφωνα με λαϊκές δοξασίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < αστραπή + βόλι < μσν. βόλιον, υποκορ. του αρχ. βόλος < βάλλω. Κατά το αστραπόβολο-αστραποβόλι, πρβλ. ακροθάλασσο - ακροθαλάσσι, ανεμόβροχο - ανεμοβρόχι, απόπαιδο - αποπαίδι, βροχόνερο -βροχονέρι, ερημόκλησο - ερημοκλήσι κ.ά.].
Dictionary of Greek. 2013.